- σκάση
- ημεγάλη δυσφορία, στενοχώρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκάση — η, Ν [σκά(ζ)ω] 1. σκασίλα 2. παροιμ. «κάμποσοι από τη σκάση τους πλαντούν από το γέλιο» λέγεται για εκείνους που εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους κατά τρόπο αντίθετο προς τον συνηθισμένο … Dictionary of Greek
σκάσῃ — σκάζω limp aor subj mid 2nd sg σκάζω limp aor subj act 3rd sg σκάζω limp fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκασίλα — και σκαΐλα, η, Ν 1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, λύπη, δυσαρέσκεια 2. φρ. «σκασίλα μου!» ή «σκασίλα που μ έφαγε!» ή «είχα μια σκασίλα!» ειρων. δεν μέ νοιάζει καθόλου, δεν δίνω δεκάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάση + κατάλ. ίλα (πρβλ. μαυρ ίλα)] … Dictionary of Greek